θεόλογοι

θεόλογοι
θεόλογος
one who discourses of the gods
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Αδεσσενάριοι — Θεολόγοι του Μεσαίωνα που υποστήριζαν πως το αίμα και το σώμα του Χριστού ήταν παρόντα (λατ. adesse = παρευρίσκεσθαι) κατά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας και όχι απλώς μετουσιωμένα, όπως δογμάτισε, το 1215, η Δ’ Σύνοδος του Λατερανού (IB’… …   Dictionary of Greek

  • παπισμός — Θεσμός της Καθολικής Εκκλησίας, που εκφράζει και βασίζεται στη διδασκαλία της Εκκλησίας αυτής, κατά την οποία ο επίσκοπος Ρώμης, ως διάδοχος του κορυφαίου των Αποστόλων, του Πέτρου, έχει το πρωτείο τιμής ανάμεσα στη χριστιανική ιεραρχία, και… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… …   Dictionary of Greek

  • νηπτικός — ή, ό (Α νηπτικός, ή, όν) [νήπτης] αυτός που απέχει από την οινοποσία, νηφάλιος, σώφρων, συνετός νεοελλ. φρ. α) «νηπτική θεολογία κίνηση και τάση τής ορθόδοξης χριστιανικής θεολογίας και ασκητικής εμπειρίας, πνευματικό περιεχόμενο τής οποίας είναι …   Dictionary of Greek

  • БОГОСЛОВ — [греч. θεολόγος; лат. theologus], термин, в разные исторические эпохи обозначал различные понятия. В античности Б. назывались поэты, занимавшиеся описанием происхождения богов и исследованием их природы (теогонией, мифологией) (Arist. Met. III 4 …   Православная энциклопедия

  • Богословие — (Θεολογία, theologia) по этимологическому значению есть учение о Боге и по теперешнему словоупотреблению обозначает собою весь состав наук, имеющих предметом своим христианскую религию. Слово это не всегда было в употреблении и, вошедши в… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Богословие — Эта статья или раздел нуждается в переработке. Пожалуйста, улучшите статью в соответствии с правилами написания статей …   Википедия

  • Ίταλα — (I) η (ΑΜ Ἴταλα) ονομασία που έδωσε ο Αυγουστίνος στις λατινικές μεταφράσεις τής Βίβλου που κυκλοφορούσαν από τον 2ο αιώνα στη Δύση παλαιότεροι θεολόγοι ονόμασαν Ίταλα ό,τι είχε περισωθεί από την πριν από τον Ιερώνυμο λατινική μετάφραση τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”